κολύβδαινα

κολύβδαινα
κολύβδαινα
Grammatical information: f.
Meaning: `kind of crab' (Epich. 57)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear; after μολύβδαινα `bull of lead' for κολύμβαινα `id.'. S. on κόλυμβος. A typically Pre-Greek word.
Page in Frisk: 1,905

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολύβδαινα — κολύβδαινα, ἡ (Α) είδος καβουριού («ἀστακοὶ κολύβδαιναί τε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κολύμβαινα* κατά το μολύβδαινα] …   Dictionary of Greek

  • κολύβδαινα — crab fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύβδαιναι — κολύβδαινα crab fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύβδαιναν — κολύβδαινα crab fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολύμβαινα — κολύμβαινα, αίνης, ἡ (Α) κολύβδαινα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλυμβος + κατάλ. αινα, που απαντά στις ονομ. πολλών ζώων (πρβλ. σκόρπ αινα, φώκ αινα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”